νεοιη

νεοιη
    νεοίη
     юношеский пыл, молодой задор Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νεοιη" в других словарях:

  • νεοίη — και νεοεία, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή 2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια] …   Dictionary of Greek

  • νεοίη — νεάω plough up pres opt act 3rd sg (epic ionic) νεόω renovate pres opt act 3rd sg νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοῖαι — νεοίη youthful passion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοία — νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc/acc dual νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοεία — νεοεία, ἡ (Α) βλ. νεοίη …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»